3 Μαΐου 2016

4. «Ἡ Βυζαντινή καὶ ἡ Εὐρωπαϊκὴ μουσική» Στ. Σταματιάδη

     Άλλο, ἐξ ἴσου φανταστικόν, πλεονέκτημα τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς εἶναι ἡ πολλαπλότης τῶν γενῶν καὶ τῶν ἤχων. Ἐνῷ ἡ εὐρωπαΐκὴ ἔχει δύο μόνον γένη, τὸ μεῖζον καὶ τὸ ἔλασσον, ἡ βυζαντινὴ ἔχει τὸ διατονικὸν, εἰς τὸ ὁποῖον ὑπάγεται τὸ μείζον καὶ ἐν μέρει τὸ ἔλασσον τῆς εὐρωπαϊκῆς, καὶ πρὸς τούτοις τὸ χρωματικὸν καὶ τὸ ἐναρμόνιον. Ἐκ τῶν τριῶν δὲ τούτων γενῶν προκύπτουν ὀκτὼ ἦχοι, τῶν ὁποίων μάλιστα τινὲς καὶ ὑποδιαιροῦνται. Ἡ θέσις αὕτη δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐκταθῶ εἰς τεχνικὰς λεπτομερείας ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου, ἀλλ' ἰδοὺ ἐν συντόμῳ περὶ τίνος πρόκειται.

   Ἡ διάκρισις τόσων πολλῶν ἤχων ἐν τῇ βυζαντινῇ μουσικῇ εἶναι ἀπαύγασμα τοῦ παλαιοῦ ἀποσυνθετικοῦ πνεύματος, τὸ ὁποῖον ἠρέσκετο νὰ ἐξετάζῃ ἕκαστον πρᾶγμα χωριστὰ καὶ νὰ τοῦ δἰδῃ ἰδιαίτερον ὄνομα, ἀντιθέτως πρὸς τὸ νέον πνεῦμα, τοῦ ὁποίου χαρακτηριστικὸν εἶναι ἡ τάσις τῆς ἁπλοποιήσεως, τῆς γενικεύσεως καὶ τῆς ὑπαγωγῆς ὅσον τὸ δυνατὸν περισσοτέρων πραγμάτων εἰς ἕνα τύπον ἀντιλήψεως.

   Ἡ βυζαντινὴ μουσικὴ κατατάσσει εἰς διαφόρους ἤχους μελῳδίας, αἱ ὁποῖαι δὲν ἀνήκουν εἰς κλίμακας διαφόρους, ἀλλὰ διαφέρουν μόνον κατὰ τὴν μελωδίαν, δηλαδὴ περιέχουν ἑκάστοτε φράσεις, τινὰς στερεοτύπους καὶ χαρακτηριστικὰς, καὶ πρὸ πάντων καταλήξεις (π.χ. πρῶτος καὶ πλάγιος α΄, τρίτος και πλ. δ΄, δεύτερος καὶ πλ. β΄). Ἐννοεῖται ὅτι, ἂν μὲ τὸ στενὸν αὐτὸ πνεύμα ἐπρόκειτο νὰ κατατάξῃ καὶ τὰς ἰδικὰς της μελῳδίας ἡ εὐρωπαϊκὴ μουσική, ὅπου ἡ ποικιλία τῶν μουσικῶν ἰδεῶν εἶναι ἀτελεύτητος, καὶ ὅπου στερεότυποι φράσεις δὲν ὑπάρχουν, οἱ ἦχοι αὐτῆς θὰ ἠριθμοῦντο κατὰ χιλιάδας· ἡ δεῖνα λειτουργία θὰ περιείχεν 150 ἤχους, τὸ δεῖνα μελόδραμα 250 ἄλλους ἤχους, καὶ οὕτω καθεξῆς.

   Ἀλλ' εὐτυχῶς ἡ εὐρωπαϊκὴ μουσική, ὑπὸ τὰς ἐμπνεύσεις τοῦ νεωτέρου πνεύματος, κατέταξεν ἄλλως τὰ πράγματα. Ἀπῄτησε νὰ μὴ διαφέρουν αἱ μελωδίαι μόνον κατὰ τὴν μορφὴν, ἀλλὰ νὰ κεῖνται ἐπὶ κλιμάκων διαφόρων, καὶ οὕτω προέκυψαν δύο μόνον γένη. Καὶ εἰς τὴν ἐφαρμογὴν δὲ τῆς ἰδέας ταύτης δεικνύει πολλὴν ἐλαστικότητα, διότι π.χ. ἡ κλίμαξ τοῦ ἐλάσσονος γένους δὲν εἶναι μία μόνη, καὶ ἐν τούτοις οὐδεὶς λόγος γίνεται περὶ ὑποδιαιρέσεως τοῦ γένους τούτου.

   Ἄλλων τινῶν ἤχων ἡ διάκρισις βασίζεται εἰς τὴν ὕπαρξιν διαστήματος μικροτέρου τοῦ ἡμιτονίου. Ἀλλ' ἐπειδὴ τὸ διάστημα τοῦτο, καθῶς εἶπον, ἐξέλιπεν, ἀντικατασταθέν ὑπὸ τοῦ ἡμιτονίου, διὰ τοῦτο κατήντησε γρᾶμμα νεκρὸν καὶ ἡ διάκρισις τῶν ἤχων τούτων. Οὕτω, μὲ τὴν κατάργησιν τοῦ διαστήματος τούτου, τὸ ἐναρμόνιον γένος (τρίτος καὶ βαρὺς) συγχωνεύεται ἐν μέρει εἰς τὸ μεῖζον καὶ ἐν μέρει εἰς τὸ ἔλασσον γένος. Ὅσον διὰ τὸ χρωματικὸν γένος, τοῦτο βεβαίως, ὅπως ἔχει, δὲν ἀπαντᾶται εἰς τὴν εὐρωπαϊκὴν μουσικὴν, ὄχι διότι εἶναι ἄγνωστον εἰς αὐτὴν ἢ διότι διότι δὲν δύναται νὰ ὑπαχθεῖ εἰς τοὺς κανόνας τῆς ἁρμονίας, ἀλλὰ διότι ἔχει χαρακτῆρα ἐκνευριστικῶς μελαγχολικόν, τὸν ὁποῖον τὸ νευρικὸν σύστημα τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἀπέκρουσεν, ἐνῷ διεσώθη παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς λαοῖς, ὅπου αἱ ψυχολογικαὶ συνθῆκαι ἦσαν διάφοροι.

   Ἐν γένει παρατηρητέον, ὅτι ἡ εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ οὐδὲν κατ' ἀρχὴν ἀποκλείει. Δέχεται ὅ τι δήποτε, ὑπὸ μόνην τὴν αἵρεσιν τοῦ νὰ εἶναι ὡραῖον. Δὲν ἐχηματίσθη ἡ μουσικὴ αὕτη ὑπὸ τὰς ἐμπνεύσεις οἱουδήποτε πατριωτικοῦ αἰσθήματος, καὶ διὰ τοῦτο κακῶς λέγεται εὐρωπαϊκὴ μουσική· εἶναι ἡ μουσική.

   Συνειθίσαμεν νὰ ἀσεβῶμεν πρὸς πᾶν μέγα καὶ ὡραῖον πράγμα, τὸ ὁποῖον δὲν ἐννοοῦμεν, καὶ τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι Ἑλληνικῆς καταγωγῆς, καὶ τὴν ἀσέβειαν ταύτην συγχέομεν μὲ τὸ ἅγιον αἴσθημα τῆς φιλοπατρίας, τὸ ὁποῖον διαμαρτύρεται διὰ τὴν ὕβριν ταύτην. Συνειθίσαμεν νὰ ἀγνωμονῶμεν πρὸς τὰς μεγάλας ἐκείνας ψυχάς, αἱ ὁποῖαι εἰργάσθησαν δι' ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως καὶ οἱ μεγάλοι μας πρόγονοι, καὶ αἱ ὁποῖαι δὲν ἐφαντάσθησαν βέβαια ὅτι εἰς μἰαν γωνίαν γῆ, ἐκείνην ἀκριβῶς ὅπου διὰ πρώτην φορὰν ἔλαμψε τὸ ὡραῖον μὲ ὅλη τὴν αἴγλην, θὰ εὑρίσκοντο ἄνθρωποι, οἱ οποῖοι τόσον θὰ ἐδυσκολεύοντο νὰ τὸ ἀναγνωρίσουν, διότι ἐπί τινα χρόνον ἀπεδήμησεν καὶ ἐπανῆλθεν ὑπὸ ἄλλον ὄνομα. Ἀλλ' οἱ λόγοι εἶναι μάταιοι. Ἂς ζητήσῃ ἕκαστος ἡμῶν τὸ ὡραῖον ὅπου νομίζει ὅτι τὸ εὑρίσκει. Πρὸς ποῖον δὲ μέρος κλίνει σήμερον ἡ πλάστιγξ ἀκατασχέτως, περιττὸν νὰ εἴπω.


Σ. Δ. Σταματιάδης

Ἐφημερίδα ΕΣΤΙΑ 30.5.1902

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου